dureza - ορισμός. Τι είναι το dureza
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dureza - ορισμός


Dureza         
poder de penetración relativo de los rayos X. En general, la radiación es más dura cuanto más corta es la longitud de onda.
dureza         
dureza
1 f. Cualidad de duro. Tratándose de materiales, se entiende en general resistencia a la deformación. Mineral. Grado de resistencia a ser rayados que presentan los cuerpos, el cual se mide por comparación con diez de ellos que forman la llamada "escala de dureza".
2 Porción más dura que lo de alrededor en cualquier cosa y, particularmente, en el cuerpo; por ejemplo, un *tumor.
3 Vet. Artritis en una de las articulaciones del carpo de los *caballos.
4 *Callo extenso y poco saliente. Callosidad.
5 Severidad excesiva, crueldad o insensibilidad.
dureza         

Βικιπαίδεια

Dureza

La dureza es la oposición que ofrecen los materiales a alteraciones físicas como la penetración, la abrasión y el rayado.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dureza
1. "Sarkozy confunde la dureza real con la dureza televisiva", le advirtió el ex ministro de Finanzas socialista, Dominique Strauss Kahn.
2. Mientras, los combates prosiguen con gran dureza.
3. "Básicamente tres: dureza emocional, impulsividad y ausencia de miedo". La dureza emocional implica que son niños que se conducen siempre con una cierta frialdad.
4. Desde el Gobierno criticaron con dureza las palabras.
5. Leire Iglesias certifica la dureza de dedicarse a este deporte.
Τι είναι Dureza - ορισμός